Η περιοχή του Θησείου, με τα νεοκλασικά σπίτια, τα στενά καλντερίμια, τα πέτρινα τοιχία και τη χαρακτηριστική θέα προς τον Παρθενώνα, προσέφερε το τέλειο σκηνικό για σκηνές που απαιτούσαν αυθεντικότητα, συναίσθημα και ατμόσφαιρα. Η οδός Οτρυνέων, συγκεκριμένα, με τα σπίτια της εποχής του μεσοπολέμου, τα περίτεχνα μπαλκόνια και τα φθαρμένα επιχρίσματα, έγινε φόντο για πολλές ταινίες που αναπαριστούσαν την Κατοχή, τον Εμφύλιο ή τα δύσκολα χρόνια μετά τον πόλεμο.
Η κάμερα των παλιών σκηνοθετών όπως του Γρηγόρη Γρηγορίου, του Ντίνου Δημόπουλου ή του Βασίλη Γεωργιάδη, σύχναζε στα στενά αυτά, καθώς ο συνδυασμός της φυσικής κλίσης του δρόμου, των πετρόχτιστων αυλών και της κοντινής εκκλησίας της Αγίας Μαρίνας έδινε φυσική σκηνοθετική δύναμη στις λήψεις. Πολλές από τις πιο χαρακτηριστικές σκηνές με στρατιώτες να κατεβαίνουν από τον λόφο ή δραματικές καταδιώξεις διαδραματίζονταν στα πέτρινα σκαλιά και στα σοκάκια που οδηγούν από την εκκλησία προς την Οτρυνέων.
Η ατμόσφαιρα του σημείου, ανάμεσα στο μνημειακό και το λαϊκό, ταίριαζε απόλυτα με το ύφος του ελληνικού κινηματογράφου της εποχής: ρεαλιστικό, συγκινητικό, με έμφαση στον άνθρωπο και το πάθος του. Πολλές σκηνές που θεωρούμε σήμερα «κλασικές» έχουν το Θησείο στο βάθος, ακόμη κι αν δεν κατονομάζεται.
Σήμερα, περπατώντας την Οτρυνέων, μπορεί κανείς να αισθανθεί εκείνη τη σιωπηλή κινηματογραφική αύρα: οι σκιές των νεοκλασικών, το φως που αντανακλά στα παράθυρα, οι μυρωδιές από τον λόφο και οι ήχοι της πόλης θυμίζουν τις παλιές εκείνες μέρες που η γειτονιά γέμιζε κάμερες, ηθοποιούς και φωνές σκηνοθετών που ζητούσαν «μια ακόμα λήψη».

